-
1 σπονδεῖον
A cup from which the σπονδή was poured, Clitarch. ap. Ath.11.486a, LXX Nu.4.7, al., PCornell 33.9 (iii B.C.), Ph.2.157; [dialect] Ion. [full] σπονδήϊον IG12(5).123b ([place name] Paros).3 a pouring-cup used by doctors, Plu.2.377e.II part of the νόμος Πυθικός, Demetr.Lac.Herc.1014.53 (written σπονδῆον).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπονδεῖον
-
2 σῦριγξ
A shepherd's pipe, Panspipe,αὐλῶν συρίγγων τ' ἐνοπή Il.10.13
;νομῆες τερπόμενοι σύριγξι 18.526
;συρίγγων ἐνοπή h.Merc. 512
;ὑπὸ λιγυρῶν συρίγγων ἵεσαν αὐδήν Hes.Sc. 278
;οὐ μολπὰν σύριγγος ἔχων S.Ph. 213
(lyr.); καλαμίνη ς. Ar.Fr. 719; .2 cat-call, whistle, hiss, as in theatres, Id.Lg. 700c; cf.συρίζω 11.2
, συριγμός:—the last part of the νόμος Πυθικός was called σύριγγες, prob. because it imitated the dying hisses of the serpent Pytho, Str.9.3.10.2 hole in the nave of a wheel, A.Th. 205 (lyr.), Supp. 181, S.El. 721, E.Hipp. 1234, Theoc.24.120, etc.; cf. Suid.4 Medic., in pl., pores or bronchial passages of the lungs, Arist.Resp. 478a13, 480b7, HA 496b3, 513b5; δι' οὗ μεριεῖται τὸ πνεῦμα κατὰ τὰς ἀρτηρίας εἰς τὰς ς. Id.PA 664a28; of other ducts or channels in the body,λίφαιμοι σαρκῶν σύριγγες Emp.100.2
, cf. Max.169; (anap.); of the trachea, Hp. Cord.2; the liver- duct,ἡ σ. τοῦ ἥπατος Id.Mul.1.78
(cf. ); σ. αἱματόεσσα, of a vein, A.R.4.1647; ἱερὰ ς. cavity of the spine, Poll. 2.180; passage through the elephant's trunk, Aret.SD2.13.6 σ. πτεροῦ, v. πτερόν 1.1.8 subterranean passage, gallery, mine, Plb.9.41.9, 21.28.6, Str.3.2.9, al.; of the burial vaults of the Egyptian kings at Thebes, Ael.NA6.43, Paus.1.42.3, Baillet Inscr.des tombeaux des rois à Thèbes Nos.13, 245, al.9 covered gallery or cloister, Callix.1, Plb.15.31.3;σύριγγας τῶν ὑσπλήγων δύο BCH35.286
([place name] Delos).11 perh. loop, J.AJ3.7.5. -
3 κατακελευσμός
κατακελευ-σμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατακελευσμός
-
4 καταχόρευσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταχόρευσις
См. также в других словарях:
πυθικός — ή, ό / πυθικός, ή, όν, ΝΑ [Πυθώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Πυθώ, στον Πύθιο Απόλλωνα, στην Πυθία ή στα Πύθια 2. φρ. α) «πυθικός νόμος» ή «πυθικόν αύλημα» διαγωνισμός αυλού τα πλαίσια τών μουσικών αγώνων που διεξάγονταν κατά τη… … Dictionary of Greek
Σακάδας — Αυλωδός από το Άργος, που, κατά τον Παυσανία, νίκησε τρεις φορές στους αυλητικούς αγώνες των Πυθίων. Είχε γίνει πολύ γνωστός με τη σύνθεση του Πυθικός νόμος, που περιέγραφε τη μάχη του θεού Απόλλωνα με το δράκοντα Πύθωνα. Σ’ αυτόν αποδίδεται… … Dictionary of Greek